αργοναυτικός

αργοναυτικός
-ή, -ό (Α ἀργοναυτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Αργοναύτες και στην εκστρατεία τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αργοναυτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αργοναύτες: Η αργοναυτική εκστρατεία έγινε πριν από τον τρωικό πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”